νυχτοκοπώ
Смотреть что такое "νυχτοκοπώ" в других словарях:
νυχτοκοπώ — [νυχτοκόπος] περιφέρομαι κατά τη νύχτα, νυχτοπερπατώ … Dictionary of Greek
νυχτοκοπώ — πορεύομαι, περιπλανιέμαι τη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυχτοκόπημα — το [νυχτοκοπώ] περιπλάνηση κατά τη νύχτα … Dictionary of Greek